μετέβᾰλον

  • 1μετέβαλον — μεταβάλλω throw into a different position aor ind act 3rd pl μεταβάλλω throw into a different position aor ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …

    Dictionary of Greek