μετά-πειστος

  • 1ευμετάπειστος — η, ο (Α εὐμετάπειστος, ον) αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα γνώμη και αποφάσεις με την πειθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα πειστός (< μετα πείθω)] …

    Dictionary of Greek