μετά τις προθέσεις

  • 51Μακιαβέλι, Νικολό — (Nicholo Machiavelli, Φλωρεντία 1469 – 1527). Ιταλός συγγραφέας. Το 1498 διορίστηκε γραμματέας της δεύτερης καγκελαρίας της Φλωρεντινής Δημοκρατίας, θέση που του επέτρεψε να αποκτήσει διοικητική και πολιτική πείρα. Διπλωματικές αποστολές τον… …

    Dictionary of Greek

  • 52ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …

    Dictionary of Greek

  • 53Ζολά, Εμίλ — (Émile Zola, Παρίσι 1840 – 1902). Γάλλος μυθιστοριογράφος από Ελληνίδα μητέρα. Ολοκλήρωσε τις πρώτες σπουδές του στην Εξ αν Προβάνς. Αργότερα, πήγε στο Παρίσι, όπου όμως δεν μπόρεσε να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο και εργάστηκε ως υπάλληλος στον… …

    Dictionary of Greek

  • 54Ντεκάζ — (Decazes). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων πολιτικών. 1. Ελί (Elie, Σεν Μαρτέν αν Λε 1780 – Ντεκαζβίλ 1860). Δικαστικός κατά τη ναπολεόντεια περίοδο και σύμβουλος της Λετίτσια Ραμορίνο, μητέρας του Ναπολέοντα, έγινε ένας από τους πρώτους και πιο… …

    Dictionary of Greek

  • 55φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 56διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …

    Dictionary of Greek

  • 57Φενελόν — (Fénelon, Πύργος ντε Λα Μοτ, Περιγκόρ 1651 – Καμπρέ 1715). Γάλλος συγγραφέας. Από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, ακολούθησε την εκκλησιαστική οδό και λίγα χρόνια αργότερα (1678) τον κάλεσαν να διευθύνει ένα είδος γυναικείου αναμορφωτηρίου… …

    Dictionary of Greek

  • 58ανθρωποσοφία — Αποκρυφιστική διδασκαλία, η οποία ασχολείται με το πρόβλημα του κόσμου και το πρόβλημα του ανθρώπου. Η α. θεμελιώθηκε από τον Ρ. Στάινερ στις αρχές του 20ού αι. Πρόκειται για διδασκαλία η οποία προσπαθεί να στηρίξει τον αποκρυφισμό κυρίως σε… …

    Dictionary of Greek

  • 59ελευθέρια — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …

    Dictionary of Greek

  • 60οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… …

    Dictionary of Greek