μετά τις προθέσεις

  • 21Διαδοχής, πόλεμοι — Τρεις ευρωπαϊκοί πόλεμοι του πρώτου μισού του 18ου αι., που διεξήχθησαν για τη διαδοχή των θρόνων της Ισπανίας, της Πολωνίας και της Αυστρίας. 1. Πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας (1701 13). Ο πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας ξέσπασε με… …

    Dictionary of Greek

  • 22δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… …

    Dictionary of Greek

  • 23Θεοδώρου, Ασημάκης — (Ζάτουνα ; – 1822). Φιλικός. Ο Θ. ήταν γραμματέας του Πασόμπεη και μετά την εκδίωξη του Βελή πασά από την Πελοπόννησο, πήγε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί κατασκόπευε τον Μοχάμετ Άλι. Όταν αποκαλύφθηκε ο ρόλος του ειδοποιήθηκε έγκαιρα και κατόρθωσε να… …

    Dictionary of Greek

  • 24άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… …

    Dictionary of Greek

  • 25Κάρναπ, Ρούντολφ — (Rudolf Carnap, Βούπερταλ 1891 – Σάντα Μόνικα, Καλιφόρνια 1970). Γερμανός φιλόσοφος. Ήταν καθηγητής στη Βιέννη και έπειτα στην Πράγα (1931 36). Αργότερα πήγε στο Σικάγο και στο Λος Άντζελες, όπως και πολλοί συνάδελφοί του που ανήκαν στον κύκλο… …

    Dictionary of Greek

  • 26αΐω — (I) ἀΐω (Α) [ᾰ] (επικό και λυρικό ρήμα) 1. αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω 2. αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, βλέπω 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ 4. βάζω αφτί, προσέχω 5. υποτάσσομαι, υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. που απαντά… …

    Dictionary of Greek

  • 27τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά …

    Dictionary of Greek

  • 28Αλεξανδράτος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Φωκάς. Καραβοκύρης από την Κεφαλονιά. Προσέφερε πολλά στον Αγώνα και κυρίως χρήματα και πολεμοφόδια για τα διάφορα εκστρατευτικά σώματα που συγκρότησαν κατά καιρούς οι Κεφαλλονίτες. 2. Νικόλαος. Καραβοκύρης από την… …

    Dictionary of Greek

  • 29Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 30γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …

    Dictionary of Greek