μετάχοιρον
1μετάχοιρον — μετάχοιρον, τὸ (Α) το οψίγονο χοιρίδιο, δηλ. το γουρουνάκι που γεννιέται τελευταίο και γι αυτό είναι πολύ μικρό και ασθενικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χοῖρος] …
2μετάχοιρον — after pig neut nom/voc/acc sg …
3μετάχοιρα — μετάχοιρον after pig neut nom/voc/acc pl …