μετάδοσης

  • 71τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… …

    Dictionary of Greek

  • 72τροχαλία — Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει… …

    Dictionary of Greek

  • 73τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …

    Dictionary of Greek

  • 74υγειονομικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγειονομία 2. φρ. α) «υγειονομικές επιτροπές» ή «υγειονομικά συμβούλια» υγειονομικές υπηρεσίες που εξετάζουν περιοδικά την υγιεινή κατάσταση διαφόρων κατηγοριών πολιτών, όπως λ.χ. τών στρατιωτικών β)… …

    Dictionary of Greek

  • 75υδρομηχανικός — ή, ό, Ν 1. (για όργανο ή συσκευή) αυτός στον οποίο ένα υγρό, συνήθως νερό, χρησιμοποιείται ως μέσο μετάδοσης δύναμης ή κίνησης 2. το θηλ. ως ουσ. η υδρομηχανική φυσ. η μηχανική τών ρευστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydromechanic (<… …

    Dictionary of Greek

  • 76φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… …

    Dictionary of Greek

  • 77φρένο — (ή πέδη). Μηχανισμός ικανός να μειώσει την ταχύτητα ενός οργάνου που βρίσκεται σε κίνηση. Ο τύπος φ. που χρησιμοποιείται συχνότερα ενεργεί με ξηρά τριβή: η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, που απομακρύνεται με την απλή αγωγιμότητα ή… …

    Dictionary of Greek

  • 78φυλοσύνδετος — η, ο, Ν 1. βιολ. αυτός που συνδέεται, που σχετίζεται με το φύλο και τη φυλετικότητα 2. φρ. «φυλοσύνδετη κληρονομικότητα» βιολ. τρόπος κληρονομικής μετάδοσης τών γονιδίων που εδράζονται στο χρωματόσωμα Χ στα είδη όπου ετερογαμικό φύλο είναι το… …

    Dictionary of Greek

  • 79φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …

    Dictionary of Greek

  • 80Άξελροντ, Τζούλιους — (Julius Axelrod, Μανχάταν, Νέα Υόρκη 1912 –). Αμερικανός βιοχημικός. Από το 1933 μέχρι το 1935 υπήρξε βοηθός στο τμήμα βακτηριολογίας της ιατρικής σχολής στη Νέα Υόρκη και έπειτα χημικός στο Εργαστήριο Βιομηχανικής Υγιεινής. To 1946 εργάστηκε στο …

    Dictionary of Greek