μετάδοσης

  • 61σενάριο — Σχέδιο υπόθεσης, που αποτελεί τη βάση για μια θεατρική παράσταση αυτοσχεδιασμού. Πρόκειται για σύντομη έκθεση του περιεχομένου του έργου, χωρίς διαλόγους. Σ. χρησιμοποιούν κυρίως τα θέατρα παντομίμας και κομέντια ντελ άρτε. Στον κινηματογράφο σ.… …

    Dictionary of Greek

  • 62σερβομηχανισμός — Μηχανικό σύστημα, στο οποίο ένα ορισμένο μέγεθος μηχανικής φύσης (μέγεθος εξόδου ή έξοδος) εξαρτιέται, δηλαδή ακολουθεί πιστά τις μεταβολές ενός άλλου μεταβλητού μεγέθους (μέγεθος εισόδου ή είσοδος). Γι’ αυτό το σκοπό ο σ. συγκρίνει την τρέχουσα… …

    Dictionary of Greek

  • 63σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …

    Dictionary of Greek

  • 64σπείρωμα — το, Ν 1. σύρμα ή σχοινί περιτυλιγμένο ώστε να σχηματίζει σπείρες 2. τεχνολ. ελικοειδής αυλάκωση που περιλαμβάνει τον κορμό κοχλία ή την εσωτερική κυλινδρική επιφάνεια περικοχλίου 3. τεχνολ. φρ. α) «αρσενικό σπείρωμα» σπείρωμα τού οποίου η… …

    Dictionary of Greek

  • 65σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …

    Dictionary of Greek

  • 66στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… …

    Dictionary of Greek

  • 67στρυχνίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στα σπέρματα του στρύχνου του Ιγνατίου (strychnos ignatii) και του Στρύχνου του εμετικού (strychnos nuxvomica). Η δράση της σ. ασκείται εκλεκτικά επί του νωτιαίου μυελού, στο μηχανισμό μετάδοσης των ανακλαστικών με την… …

    Dictionary of Greek

  • 68στρόφαλος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. τεχνολ. το σημαντικότερο μετά τον τροχό μέσο μετάδοσης κινήσεως, στοιχείο μηχανισμού συνδεδεμένο κατά ορθή γωνία με άτρακτο που επιτρέπει τη μετατροπή τής περιστροφικής κίνησης σε ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση άλλων οργάνων με… …

    Dictionary of Greek

  • 69τετράπολο — Στην ηλεκτρονική, ένα σύνολο συνδεδεμένων ηλεκτρονικών και άλλων στοιχείων ηλεκτρικού κυκλώματος (ωμικές αντιστάσεις, επαγωγές, χωρητικότητες), που χαρακτηρίζονται από 4 ακροδέκτες (πόλους), δύο εισόδου και δύο εξόδου της ηλεκτρικής ενέργειας… …

    Dictionary of Greek

  • 70τηλεπάθεια — Φαινόμενο της πέρα από τις αισθήσεις αντίληψης, που συνίσταται στην πρόσληψη νοητικών στοιχείων, τα οποία μεταδίδονται από ένα άτομο σε ένα άλλο, χωρίς την αποφασιστική συμβολή των φυσικών τρόπων επικοινωνίας· η τ. εμπίπτει λοιπόν στην κατηγορία… …

    Dictionary of Greek