μετάδοσης

  • 41κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …

    Dictionary of Greek

  • 42κρυπτολογία — η 1. η επιστήμη και η τεχνική τών μέσων και τών μεθόδων μετάδοσης και λήψης μυστικών μηνυμάτων 2. μελέτη αποτελεσμάτων που είναι και παραμένουν κρυμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cryptology < crypt[o] (< κρυπτ[ο] *) + logy (<… …

    Dictionary of Greek

  • 43κυματοδηγός — Κούφιος μεταλλικός αγωγός, στο εσωτερικό του οποίου διαδίδονται ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκος κύματος της τάξης των διαστάσεων της εγκάρσιας τομής του αγωγού. Γίνεται δηλαδή λόγος για περιορισμό της διάδοσης του κύματος κατά μία ή περισσότερες …

    Dictionary of Greek

  • 44κώφωση — Έλλειψη της αντίληψης των ήχων. Μπορεί να είναι πλήρης ή να περιορίζεται σε εξασθένηση της ακουστικής οξύτητας (βαρηκοΐα) ή επίσης μπορεί να αφορά ολόκληρη την κλίμακα των ήχων ή μόνο ορισμένες συχνότητες (ακουστικά κενά). Το μέγεθος, ο τύπος, η… …

    Dictionary of Greek

  • 45μεταβίβαση — Ο όρος χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς του τεχνικού λεξιλογίου, με την έννοια της μεταφοράς, της μετακίνησης, στην πραγματική ή τη μεταφορική της διάσταση, όπως συμβαίνει κυρίως στην ψυχολογική ορολογία. Στην παιδαγωγική ψυχολογία σημαίνει τη …

    Dictionary of Greek

  • 46μεταφορά — Η πράξη του μεταφέρω. Η φράση εις μεταφοράν που χρησιμοποιείται στη λογιστική, αναφέρεται στο άθροισμα των ποσών μιας σελίδας που μεταγράφεται στην αρχή της επόμενης, με την παρατήρηση εκ μεταφοράς. Μ. εξάλλου ονομάζεται στη μουσική η αλλαγή… …

    Dictionary of Greek

  • 47μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …

    Dictionary of Greek

  • 48μονοφωνία — η (Μ μονοφωνία) [μονόφωνος] νεοελλ. μουσ. 1. μουσική πλοκή που αναπτύσσεται από μία μόνο μελωδική γραμμή 2. τρόπος εγγραφής και μετάδοσης ήχων ή μουσικής που περιορίζεται στην αναπαραγωγή τού ηχητικού σήματος χωρίς τη διάσταση τής διαφορετικής… …

    Dictionary of Greek

  • 49μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… …

    Dictionary of Greek

  • 50μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί …

    Dictionary of Greek