μεσσόϑι
1μεσσόθι — και μεσόθι (Α) (ποιητ. τ.) επίρρ. στο μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(σ)ος + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. μακρό θι)] …
2μεσσόθι — poetic indeclform (adverb) …
3μεσόθι — μεσσόθι indeclform (adverb) …
4μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …
5μεσόθι — (Α) βλ. μεσσόθι …