μεσσο-

  • 1μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …

    Dictionary of Greek

  • 2μεσόπορος — και, επικ. τ., μεσσόπορος, ον (Α) αυτός διά μέσου τού οποίου ταξιδεύει, προχωρεί ή πλέει κάποιος («μεσοπόροις ἐν πελάγεσσι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πόρος (πρβλ. βαθύ πορος, ευθύ πορος). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ. (για… …

    Dictionary of Greek