μεσημβρινός
1μεσημβρινός — belonging to noon masc nom sg …
2μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… …
3μεσημβρινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσημέρι, ο μεσημεριανός: Μεσημβρινός ύπνος. 2. αυτός που είναι στραμμένος προς τη μεσημβρία, προς το νότο: Μεσημβρινό δωμάτιο. 3. αυτός που κατοικεί στο νότο: Μεσημβρινοί λαοί. ο (αστρον.), ο μέγιστος… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Μεσημβρινός Αστέρας — Αναφέρεται και με την ονομασία Αστέρας του Νότου. Μεγάλο διαμάντι (128,83 καράτια) που βρέθηκε το 1853 στις αδαμαντοφόρους άμμους του ποταμού Μπαγκαγκέν της Βραζιλίας …
5μεσημβρινά — μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc pl μεσημβρινά̱ , μεσημβρινός belonging to noon fem nom/voc/acc dual μεσημβρινά̱ , μεσημβρινός belonging to noon fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6μεσημβρινώτερον — μεσημβρινός belonging to noon adverbial comp μεσημβρινός belonging to noon masc acc comp sg μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc comp sg …
7μεσημβρινωτάτων — μεσημβρινός belonging to noon fem gen superl pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen superl pl …
8μεσημβρινωτέρων — μεσημβρινός belonging to noon fem gen comp pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen comp pl …
9μεσημβρινῶν — μεσημβρινός belonging to noon fem gen pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen pl …
10μεσημβρινόν — μεσημβρινός belonging to noon masc acc sg μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc sg …