-
1 μεσημέρι
[мэсимэри] ουσ. о. полдень.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεσημέρι
-
2 обед
обед м 1) το γεύμα, το φα(γ)ί, το φαγητό· \обед из трёх блюд το γεύμα με τρία φαγητλ· готовить \обед μαγειρεύω· давать \обед δίνω γεύμα, κάνω τραπέζι 2) (обеденное время) το μεσημέρι· до \обеда πριν το φαγητό, πριν το μεσημέρι ( π μ)· после \обеда μετά το φαγητό, το απόγευμα, μετά το μεσημέρι (μ. μ.)· во время \обеда, за г-ом την ώρα του φαγητού* * *м1) το γεύμα, το φα(γ)ί, το φαγητόобе́д из трёх блюд — το γεύμα με τρία φαγητά
гото́вить обе́д — μαγειρεύω
дава́ть обе́д — δίνω γεύμα, κάνω τραπέζι
2) ( обеденное время) το μεσημέριдо обе́да — πριν το φαγητό, πριν το μεσημέρι (π. μ.)
по́сле обе́да — μετά το φαγητό, το απόγευμα, μετά το μεσημέρι (μ.μ.)
во вре́мя обе́да, за обе́дом — την ώρα του φαγητού
-
3 полдень
полудни κ. полдня α.1. μεσημέρι, μεσημβρία, γιόμα•после полудня μετά το μεσημέρι, απομεσήμερα•
в полдень το. μεσημέρι, μεσημεριάτικα.
2. παλ. ο νότος.εκφρ.за полдень – μετά το μεσημέρι, απομεσήμερα. -
4 день
деньм ἡ (ή)μέρα:ясный \день ἡ καλή μέρα, ἡ ἀσυννέφιαστη μέρα, ἡ αίθρια ήμέρα· рабочий \день ἡ ἐργάσιμη ήμέρα· выходной \день ἡ μέρα ἀργίας· будничный \день ἡ καθημερινή· завтрашний \день ἡ αὐριανή μέρα, ἡ αὐριον, ἡ ἐπαύριον с завтрашнего дня ἀπό αὐριο· вчерашний \день ἡ χθεσινή μέρα, ἡ χθές· со вчерашнего дня ἀπό χθές· с сегодняшнего дня ἀπό σήμερα· по сегодняшний \день ὡς τά σήμερα· в первой половине дня τό πρωί, πρό μεσημβρίας· во второй половине дня τό ἀπόγευμα, τό ἀπομεσήμερο, μετά τό μεσημέρι· в конце Дня, на исходе дня τό κοντόβραδο, στό τέλος τής ήμέρας· в три часа дня στίς τρεις μετά τό μεσημέρι· несколько дней (тому) назад λίγες μέρες πρίν, πρό μερικών ήμερῶν· через несколько дней σέ λίγες μέρες· через пять дней (σέ) πέντε μέρες· третьего дня πρίν δυό μέρες προχθές· на днях а) (о предстоящем) αὐτές τίς μέρες, κατ' αὐτάς,. б) (о прошлом) τίς προάλλες· через \день μέρα παρά μέρα· каждый \день κάθε μέρα· изо дня в \день μέρα μέ τήν (ή)μέρα, ἀπό μέρα σέ μέρα· \день ото дня δσο περνᾶν οἱ μέρες· \день за днем ἡ μιά μέρα μετά τήν ἀλλη· со дня на \день ἀπό μέρα σέ μέρἀ. на следующий \день τήν ἐπομένη· в \день τήν ήμερα· зарабатывать три рубля в \день κερδίζω τρίας ρούβλια τήν ήμερα· весь (целый) \день ὁλόκληρη μέρα, ὀλη τήν ήμερα· \день рождения τά γενέθλια· Международный женский \день ἡ διεθνής (ϊί)μέρα των γυναικών ◊ считанные дни μετρημένες μέρες· порядок дня (но заседаниях) ἡ ἡμερησία διάταξη· в наши дни στήν ἐποχή μας, στον καιρό μας· средь бела дня μέρα μεσημέρι· добрый \день! καλημέρα!· в один прекрасный \день μίαν ὠραίαν πρωία, μίαν ὠραίαν ήμερα· \день и ночь μέ-ρα-νύχτα, νυχθημερόν \день и ночь горит свет τό φως καίει μέρα-νύχτα. -
5 обед
-а α.γεύμα (μεσημβρινό φαγητό)• φαγητό, φαΐ, τροφή• μεσημέρι, γιόμα (χρόνος)•после -а μετά το φαγητό ή μετά το μεσημέρι•
до -а πρίν το γεύμα ή πριν το φαγητό πριν το μεσημέρι•
прощальный обед αποχαιρετιστήριο γεύμα, μπενετάδα•
во время -а πάνω στο γεύμα, την ώρα του φαγητού•
за -ом στο φαγητό, στο τραπέζι•
он застал меня за -ом αυτός με βρήκε στο φαΐ• пригласить к -у; просить (звать) на обед προσκαλώ σε γεύμα•
подавить обед σερβίρω το φαγητό•
готовить обед ετοιμάζω (μαγειρεύω) το φαγητό•
обед готов; обед подан; обед на столе το φαγητό είναι σερβιρισμένο•
званый обед γιορταστικό (επίσημο)γεύμα.
-
6 вчера
-
7 день
день м η (η)μέρα нерабочий \день η μέρα αργίας будний \день η καθημερινή; рабочий η εργάσιμη μέρα - рождения η γιορτή, τα γενέθλια; каждый \день κάθε μέρα; через \день μέρα παρά μέρα; на другой \день την άλλη μέρα, την επομένη; с сегодняшнего дня από σήμερα; с завтрашнего дня από αύριο; в два часа дня στις δύο το μεσημέρι; в первой половине дня το πρωί; во второй половине дня το απόγευμα; Всемирный \день молодёжи η Διεθνής Ημέρα της Νεολαίας; Международный женский \день η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας; День Победы η Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης ◇ изо дня в \день από τη μια μέρα στην άλλη со дня на \день από μέρα σε μέρα; на днях αυτές τις μέρες, σε λίγες μέρες (σ будущем)' τις προάλλες, προ ημερών (ο прошлом)' добрый \день! καλημέρα!· καλησπέρα! (во второй половине дня) деньги мн. τα χρήματα, τα λεφτά мелкие \день τα ψηλά· бумажные \день τα χαρτονομίσματα наличные* * *мη (η)μέραнерабо́чий день — η μέρα αργίας
бу́дний день — η καθημερινή
рабо́чий день — η εργάσιμη μέρα
день рожде́ния — η γιορτή, τα γενέθλια
ка́ждый день — κάθε μέρα
че́рез день — μέρα παρά μέρα
на друго́й день — την άλλη μέρα, την επομένη
с сего́дняшнего дня — από σήμερα
с за́втрашнего дня — από αύριο
в два часа́ дня — στις δύο το μεσημέρι
в пе́рвой полови́не дня — το πρωί
во второ́й полови́не дня — το απόγευμα
Всеми́рный день молодёжи — η Διεθνής Ημέρα της Νεολαίας
Междунаро́дный же́нский день — η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας
День Побе́ды — η Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης
••изо дня́ в день — από τη μια μέρα στην άλλη
со дня на́ день — από μέρα σε μέρα
до́брый день! — καλημέρα καλησπέρα! ( во второй половине дня)
-
8 днём
днём нареч. την ημέρα, το μεσημέρι сегодня (вчера, зав тра) \днём σήμερα (χτες, αύριο) το απόγευμα* * *нареч.την ημέρα, το μεσημέριсего́дня (вчера́, за́втра) днём — σήμερα (χτες, αύριο) το απόγευμα
-
9 завтра
завтра αύριο \завтра утром (днём, вечером) αύριο το πρωί (το μεσημέρι, το βράδυ)* * *за́втра у́тром (днём, ве́чером) — αύριο το πρωί (το μεσημέρι, το βράδυ)
-
10 полдень
-
11 сегодня
-
12 час
час м η ώρα; два \часа δυο ώρες; полтора \часа μιάμιση ώρα; через \час ύστερα από μια ώρα, σε μια ώρα; который \час? τι ώρα είναι; в \час дня στη μία το μεσημέρι, στη μία η ώρα; в двенадцать \часов дня στις δώδεκα η ώρα; в восемь \часов вечера (утра) στις οχτώ το βράδυ (το πρωί)· за \час до... μια ώρα πριν...* * *мη ώραдва часа́ — δυο ώρες
полтора́ часа́ — μιάμιση ώρα
че́рез час — ύστερα από μια ώρα, σε μια ώρα
кото́рый час? — τι ώρα είναι
в двена́дцать часо́в дня — στις δώδεκα η ώρα
в во́семь часо́в ве́чера (утра́) — στις οχτώ το βράδυ (το πρωί)
за час до... — μια ώρα πριν…
-
13 обед
обедм1. τό γεύμα, τό <ραγητό[ν]:званый \обед τό ἐπίσημο[ν] γεῦμα· давать \обед παραθέτω γεϋμα, κάνω τραπέζι· готовить \обед μαγειρεύω·2. (обеденное время) τό γιόμα, τό μεσημέρι, ἡ μεσημβρία, ἡ ὠρα τοῦ γεύματος:до \обеда πρίν τό γεῦμα, πρίν τό μεσημέρι· цосле \обеда μετά τό γεϋμα, τό ἀπόγευμα. -
14 полдень
полденьм τό μεσημέρι, ἡ μεσημβρία:после полу́дня μετά τό μεσημέρι, μετά μεσημβρίαν в самый \полдень καταμεσημερα -
15 полдень
η μεσημβρία, разг. το μεσημέρι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полдень
-
16 белый
бел||ый1. прил ἀσπρος, λευκός.:\белый хлеб τό ἄσπρο ψωμί; ◊ \белыйые стихи (οί) ἀνομοιοκατάληκτοι στίχοι; \белый гриб τό ἄσπρο μανιτάρι, τό ἄσπρο φαγώσιμο; \белыйа я горячка τό τρομωδες παράλήρημα; средь \белыйа дия разг μέρα μεσημέρι; \белый у́голь ὁ λευκός ἄνθραξ;2. м (белогвардеец) ὁ λευκός, ὁ λευκοφρουρός. -
17 днем
днемнареч τή μέρα, τήν ήμερα, ἐντός τ1? Ιμέρας / τό ἀπόγευμα, τό ἀπομεσήμερι, μετά τό μεσημέρι (пополудни):сегодня· σήμερα τό ἀπόγευμα· вчера \днем Щ ιό ἀπόγευμα· завтра \днем αὐριο τό "%βμα· \днем и ночью μέρα καί νύχτα· \днем раньше (позже) μιά μέρα πρίν (ἀργό- -
18 обеденный
обед||енныйприл τοῦ γεύματος:\обеденныйенный стол τό τραπέζι τοῦ φαγητοῦ· \обеденныйенный перерыв τό διάλειμμα τοῦ φαγητοῦ· \обеденныйенное время τό μεσημέρι, ἡ ὠρα τοῦ γεύματος. -
19 поезд
поездм ἡ ἀμαξοστοιχία, τό τραίνο / τό ἐξπρές (экспресс):товарный \поезд τό φορτηγό τραίνο· пассажирский \поезд τό ἐπιβατικό τραίνο, ἡ ἐπιβατική ἀμαξοστοιχίά скорый \поезд ἡ ταχεία ἀμαξοστοιχία· курьерский \поезд ἡ ταχεία (αμαξοστοιχία)· пригородный \поезд τό τραίνο τῶν προασ-τείων \поезд отходит в час дня τό τραίνο φεύγει στις 1 τό μεσημέρι. -
20 пополудни
пополу́||днинареч τό ἀπόγευμα, μετά μεσημβρία[ν] (в сокращении μ. μ.), τό ἀπομεσήμερο:в три часа \пополудни στίς τρείς ἡ ὠρα μετά τό μεσημέρι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μεσημέρι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 930 κάτ.) στην πρώην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται 4 χλμ. Δ της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Έδεσσας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 1.338 κάτ.) του νομού… … Dictionary of Greek
μεσημέρι — το ιού 1. το μέσο της μέρας, η μεσημβρία. 2. παροιμ. φρ., «Μεσημέρι τα μπάζω, μεσημέρι τα βγάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφούν;», για τους τεμπέληδες που δεν αντιλαμβάνονται το λόγο για τον οποίο δεν προκόβουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μεσημέρι — Sp Mesimèris Ap Μεσημέρι/Mesimeri L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
μεσημεριάζω — (Μ μεσημεριάζω) [μεσημέρι] (το γ εν. ως απρόσ. κυρίως στον ενεστ. και τον αόρ.) μεσημεριάζει, μεσημέριασε πλησιάζει μεσημέρι ή έφτασε μεσημέρι («μεσημέριασε κι ακόμη να μαγειρέψω») νεοελλ. (ενεργ. και μέσ.) καθυστερώ και μέ βρίσκει το μεσημέρι,… … Dictionary of Greek
μεσημεριανός — και μεσημερινός και μεσημερνός, ή, ό (Μ μεσημερινός, ή, όν, θηλ. και μεσημερινού και μεσημερνού) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσημέρι, αυτός που γίνεται το μεσημέρι, μεσημβρινός, μεσημεριάτικος («μεσημεριανό φαγητό») μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek
μεσημεράδες — και μεσημεριάτες, οι δαιμονικά όντα που πιστεύεται ότι εμφανίζονται το μεσημέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + επίθημα άδες (πρβλ. αδερφ άδες, συννυφ άδες). Ο τ. μεσημεριάτες < μεσημέρι + κατάλ. άτης (πρβλ. εργ άτης, χωρι άτης)] … Dictionary of Greek
μεσημεριάτικος — η, ο 1. ο μεσημεριανός 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) μεσημεριάτικα και μεσημεριάτικο κατά το μεσημέρι, μέσα στο μεσημέρι, το καταμεσήμερο («πήγαν μεσημεριάτικα για επίσκεψη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + επίθημα ατικος (πρβλ. ανοιξι άτικος,… … Dictionary of Greek
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek
Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… … Wikipedia
ένδιος — ἔνδιος, ον (Α) 1. μεσημεριάτικος («ἔνδιοι ἱκόμεσθ ἱερόν ῥόον, Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται στη διάρκεια τής ημέρας 3. ο προερχόμενος από τον ουρανό («ὕδατος ἐνδίοιο») 4. μετέωρος («κλῶνες... ἔνδιοι») 5. φρ. «ἔνδιον… … Dictionary of Greek
απομεσήμερο — το Ι. το μετά το μεσημέρι τμήμα της ημέρας, νωρίς το απόγευμα II. επίρρ. απομεσήμερα μετά το μεσημέρι, το απόγευμα … Dictionary of Greek