μεσημέρι
121αντιλαλώ — λάλησα, αντηχώ, βουίζω: Όταν σχολούσαμε το μεσημέρι, το χωριό αντιλαλούσε από τις φωνές μας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
122απομεσήμερα — επίρρ. χρον., μετά το μεσημέρι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
123απόγευμα — το, ατος και απόγεμα, το και απόγιομα, το το μέρος της ημέρας από το μεσημέρι ως τη δύση του ήλιου, δειλινό, απομεσήμερο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
124γεύμα — το το σύνολο των φαγητών που τρώμε συνήθως το μεσημέρι: Με κάλεσε σε γεύμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
125γλυφός — ή, ό αυτός που έχει υφάλμυρη γεύση: Διψάσαμε το μεσημέρι, μα το νερό γλυφό (Σεφέρης) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
126κέφαλος — ο γένος ψαριών: Σήμερα το μεσημέρι είχαμε κέφαλο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
127καταμεσήμερο — το 1. η στιγμή του μεσημεριού: Το καταμεσήμερο τα πρόβατα κάθονται κάτω από τα δέντρα. 2. ως επίρρ., καταμεσήμερο ή καταμεσήμερα πάνω στο μεσημέρι: Μας ήρθαν καταμεσήμερα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
128μεσημβρία — η 1. το μέσο της μέρας, το μεσημέρι. 2. ο νότος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)