μεσάζω
51μεσαζομένας — μεσαζομένᾱς , μεσάζω to be half cooked pres part mp fem acc pl μεσαζομένᾱς , μεσάζω to be half cooked pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …
52διαμεσάζω — (Α διαμεσάζω) [μεσάζω] 1. μεσολαβώ 2. (για χρονικό διάστημα) περνώ το μισό …
53μέσασμα — μέσασμα, τὸ (Μ) [μεσάζω] το κέντρο …
54μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …
55μεσάζος — μεσάζος, ὁ (Μ) 1. ανώτατος αξιωματούχος τής βυζαντινής Αυλής 2. μεσολαβητής 3. φρ. «μέγας μεσάζος» ανώτατος άρχοντας, διοικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. τής μτχ. μεσάζων τού ρ. μεσάζω, κατά τα αρσ. σε ος (πρβλ. βαστάζος <… …
56μεσασμός — μεσασμός, ὁ (ΑM) [μεσάζω] μσν. η συμμετοχή κάποιου σε κάτι αρχ. το να είναι ή να βρίσκεται κάποιος στη μέση, στάση ή σταμάτημα στη μέση …
57μεσαστικόν — μεσαστικόν, τὸ (Μ) [μεσάζω] μεσαστίκιον* …
58παραμεσάζω — Μ ενεργώ ως μεσίτης, μεσιτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μεσάζω «μεσολαβώ»] …
59ԸՆԴՄԻՋԵՄ — (եցի.) NBH 1 0772 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 12c ն.չ. ԸՆԴՄԻՋԵՄ ԸՆԴՄԻՋԻՄ. μεσόω, μεσάζω sum in medio, medius sum Ընդ մէջ բաժանել. ընդհատել. խափանել. կիսել. հասարակել. եւ Ընդ մէջ մտանել. ... *Ընդմիջեցին… …
60μεσάζοι — μεσάζοῑ , μεσάζω to be half cooked pres opt act 3rd sg …