μερ-άρχης

  • 1μεριδάρχης — μεριδάρχης, ὁ (Α) διοικητής επαρχίας ή διαμερίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μερίς, ίδος + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. μερ άρχης] …

    Dictionary of Greek

  • 2Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …

    Dictionary of Greek