μερμνάδαι
1Μερμνάδαι — masc nom/voc pl …
2МЕРМНАДЫ — • Μερμνάδαι, см. Gyges, Гигес, и Croesus, Крез …
3Μερμναδῶν — Μερμνάδαι masc gen pl …
4μέρμνος — και μέρμνης, ὁ (Α) 1. είδος γερακιού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μέρμνης τρίορχος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. με λυδική προέλευση (πρβλ. ονομ. λυδικής δυναστείας Μερμνάδαι). Η σύνδεση τής λ. με το ανθρωπωνύμιο Μάρμαξ (και Βάρδαξ) και με τη λ.… …
5Μερμνάδας — Μερμνάδᾱς , Μερμνάδαι masc acc pl …