μεριτεία
1μεριτεία — μεριτεία, ἡ (Α) [μεριτεύομαι] 1. διανομή ιδιοκτησίας, μοιρασιά περιουσίας 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεριδαρχία» …
2μεριτείας — μεριτείᾱς , μεριτεία division fem acc pl μεριτείᾱς , μεριτεία division fem gen sg (attic doric aeolic) …
3μεριτείαν — μεριτείᾱν , μεριτεία division fem acc sg (attic doric aeolic) …