μεριμνητής
1μεριμνητής — μεριμνητής, ὁ (ΑM Α θηλ. μεριμνήτρια) [μεριμνώ] αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται αρχ. 1. ερευνητής («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», Ευρ.) 2. μαθητής 3. (κατά τον Ησύχ.) «μεριμνηταί οἱ φιλόσοφοι» …
2μεριμνητής — one who is anxious about masc nom sg …
3μεριμνηταῖς — μεριμνητής one who is anxious about masc dat pl …
4μεριμνηταί — μεριμνητής one who is anxious about masc nom/voc pl …
5μεριμνητήν — μεριμνητής one who is anxious about masc acc sg (attic epic ionic) …
6μεριμνητά — μεριμνητά̱ , μεριμνητής one who is anxious about masc nom/voc/acc dual μεριμνητής one who is anxious about masc voc sg μεριμνητής one who is anxious about masc nom sg (epic) …
7μεριμνητάς — μεριμνητά̱ς , μεριμνητής one who is anxious about masc acc pl μεριμνητά̱ς , μεριμνητής one who is anxious about masc nom sg (epic doric aeolic) …
8μεριμνητικός — μεριμνητικός, ή, όν (Α) [μεριμνητής] 1. αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται για κάτι 2. αυτός που προκαλείται από τις μέριμνες 3. προσεκτικός …