μερικός
1μερικός — partial masc nom sg …
2μερικός — ή, ό (ΑM) μερικός, ή, όν) [μέρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέρος ενός συνόλου, ο επιμέρους, ο ειδικός, σε αντιδιαστολή προς τον γενικό (α. «η εισήγηση ήταν καλή, σε μερικά ζητήματα όμως ήταν πολύ ασαφής» β. «ἐξήτασε τὰς μερικὰς… …
3μερικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στο μέρος ενός όλου: Τον χειρούργησαν με μερική νάρκωση. 2. στον πληθ., μερικοί, ές, ά ορισμένοι, κάποιοι: Μερικά παιδιά είναι ατίθασα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μερικά — μερικός partial neut nom/voc/acc pl μερικά̱ , μερικός partial fem nom/voc/acc dual μερικά̱ , μερικός partial fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5μερικώτερον — μερικός partial adverbial comp μερικός partial masc acc comp sg μερικός partial neut nom/voc/acc comp sg …
6μερικωτάτων — μερικός partial fem gen superl pl μερικός partial masc/neut gen superl pl …
7μερικωτέραις — μερικός partial fem dat comp pl μερικωτέρᾱͅς , μερικός partial fem dat comp pl (attic) …
8μερικωτέρων — μερικός partial fem gen comp pl μερικός partial masc/neut gen comp pl …
9μερικῶν — μερικός partial fem gen pl μερικός partial masc/neut gen pl …
10μερικόν — μερικός partial masc acc sg μερικός partial neut nom/voc/acc sg …