μενοεικής
1μενοεικής — μενοεικής, ές (Α) 1. (συν. για τροφή) αυτός που αρμόζει στις επιθυμίες, ικανοποιητικός, ευάρεστος («δεῑπνον μὲν γὰρ τοί γε γελώοντες τετύκοντο ἡδύ τε καὶ μενοεικές», Ομ. Οδ.) 2. άφθονος, αρκετός («μενοεικέα ὕλην» άφθονα ξύλα, Ομ. Ιλ.) 3. φρ.… …
2μενοεικής — suited to the desires masc/fem nom sg …
3μενοεικέα — μενοεικής suited to the desires neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μενοεικής suited to the desires masc/fem acc sg (epic ionic) …
4μενοεικές — μενοεικής suited to the desires masc/fem voc sg μενοεικής suited to the desires neut nom/voc/acc sg …
5μενοεικέος — μενοεικής suited to the desires masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …
6μενοεικέ' — μενοεικέα , μενοεικής suited to the desires neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μενοεικέα , μενοεικής suited to the desires masc/fem acc sg (epic ionic) μενοεικέϊ , μενοεικής suited to the desires dat sg (epic) μενοεικέε , μενοεικής suited to the… …
7μένος — το (Α μένος) 1. ακράτητη ψυχική ορμή, παραφορά, έξαψη φρονήματος, μανία, πάθος («ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος», Αριστοφ.) 2. φρ. «πνέω μένεα» είμαι πολύ οργισμένος, ζητώ εκδίκηση αρχ. 1. (για πράγματα) δύναμη, ισχύς (α. «οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς… …