μενοίνεον

  • 1μενοίνεον — μενοινάω desire eagerly imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) μενοινάω desire eagerly imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2μενοινώ — μενοινῶ, άω, επικ. τ. ώω (Α) 1. επιθυμώ σφοδρά κάτι, επιζητώ κάτι («νῡν σφάξαι μενοινᾷς», Ευρ.) 2. είμαι πρόθυμος για κάτι («πεζοὶ δὲ μενοίνεον, εἰ τελέουσιν», Ομ. Ιλ.) 3. σχεδιάζω ή διανοούμαι εναντίον κάποιου κάτι κακό («κακὰ δὲ Τρώεσσι… …

    Dictionary of Greek