μενθ-ήρη

  • 1μενθήρη — μενθήρη, ἡ (Α) η φροντίδα, η μέριμνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θ. μενθ (βλ. λ. μανθάνω) + επίθημα ήρη] …

    Dictionary of Greek