μενετός
1μενετός — μενετός, ή, όν (Α) [μένω] 1. ο κατάλληλος για αναμονή ή ο διατεθειμένος να περιμένει («τοῡ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί» οι ευνοϊκές περιστάσεις τού πολέμου δεν περιμένουν, Θουκ.) 2. αυτός που περιμένει, υπομονητικός, καρτερικός, μακρόθυμος …
2μενετός — inclined to wait masc nom sg …
3μενετά — μενετός inclined to wait neut nom/voc/acc pl μενετά̱ , μενετός inclined to wait fem nom/voc/acc dual μενετά̱ , μενετός inclined to wait fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4μενετοῖο — μενετός inclined to wait masc/neut gen sg (epic) …
5μενετοί — μενετός inclined to wait masc nom/voc pl …
6μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …
7μενετικός — μενετικός, ή, όν (Α) [μενετός] 1. αυτός που μένει σταθερός σε κάτι, υπομονητικός, καρτερικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μενετικόν η υπομονή, η καρτερικότητα, η σταθερότητα …