μενδῖται

  • 1μενδίται — μενδῑται, οἱ (Α) τα μέλη τής μίνδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίνδις «σύνδεσμος επιτρόπων για τη φροντίδα ενός μνημείου» + κατάλ. ίτης, με τροπή τού πρώτου ι σε ε ] …

    Dictionary of Greek