μεμισημένος
1μεμισημένος — μεμῑσημένος , μισέω hate perf part mp masc nom sg …
2ненавидѣныи — (1*) прич. страд. прош. к ненавидѣти: исавъ ненавидѣныи преже родьства. (μεμισημένος) ГБ XIV, 162б …
3μεμισημένως — (Α) επίρρ. με μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμισημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού ρ. μισῶ] …