μεμβράς
1μεμβράς — μεμβράς, άδος, ἡ (Α) είδος μικρής άφυας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. προέρχεται από τον τ. βεμβράς* «είδος άφυας, αθερίνας», με ανομοιωτική τροπή τού β σε μ ] …
2μεμβράς — sprat fem nom sg …
3μεμβράδα — μεμβράς sprat fem acc sg …
4μεμβράδας — μεμβράς sprat fem acc pl …
5μεμβράδες — μεμβράς sprat fem nom/voc pl …
6μεμβράδι — μεμβράς sprat fem dat sg …
7μεμβράδος — μεμβράς sprat fem gen sg …
8μεμβράδων — μεμβράς sprat fem gen pl …
9μεμβράσι — μεμβράς sprat fem dat pl …
10μεμβράδιον — και μεμβρίδιον, τὸ (Α) [μεμβράς] υποκορ. τού μεμβράς …
Страницы
- 1
- 2