μεμβράδιον
1μεμβράδιον — και μεμβρίδιον, τὸ (Α) [μεμβράς] υποκορ. τού μεμβράς …
2μεμβρίδιον — μεμβρίδιον, τὸ (Α) βλ. μεμβράδιον …
1μεμβράδιον — και μεμβρίδιον, τὸ (Α) [μεμβράς] υποκορ. τού μεμβράς …
2μεμβρίδιον — μεμβρίδιον, τὸ (Α) βλ. μεμβράδιον …