μεμαίκυλον
1μεμαίκυλον — μεμαίκυλον, τὸ (Α) βλ. μιμαίκυλον …
2μεμαίκυλον — μεμαίκυλος fruit of fem acc sg …
3μιμαίκυλο — το (Α μιμαίκυλον και μεμαίκυλον, τὸ και μεμαίκυλος και μιμάκυλος, ἡ) νεοελλ. βοτ. σύνθετος καρπός, στον οποίο οι καρποί που προέρχονται από περισσότερα τού ενός άνθη συγκρατούνται με σαρκώδη παράνθια φύλλα αρχ. ο καρπός τής κουμαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ.… …