1μελῳδήσῃ — μελῳδέω chant aor subj mid 2nd sg μελῳδέω chant aor subj act 3rd sg μελῳδέω chant fut ind mid 2nd sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2επισυναφή — ἐπισυναφή, ἡ (Α) (αρχ. μουσ.) η μελώδηση τριών τετραχόρδων σε συνδυασμό κατά σειρά, π.χ. υπάτων, μέσων και συνημμένων …
Dictionary of Greek