μελῐτηρός
1μελιτηρός — μελιτηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει ή προσιδιάζει στο μέλι («μελιτηρὸν ἄγγος», Αριστοφ.) 2. αυτός που είναι όμοιος με το μέλι («κατὰ δὲ τὴν ἐαρινὴν ὥραν ἐπιβάπτον χυλῷ μελιτηρῷ καὶ κατὰ τὴν ἁφὴν καὶ κατὰ τὴν γεῡσιν», Θεόφρ.) 3. το… …
2μελιτηρός — of masc nom sg …
3μελιτηρά — μελιτηρός of neut nom/voc/acc pl μελιτηρά̱ , μελιτηρός of fem nom/voc/acc dual μελιτηρά̱ , μελιτηρός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
4μελιτηρῶν — μελιτηρός of fem gen pl μελιτηρός of masc/neut gen pl …
5μελιτηρόν — μελιτηρός of masc acc sg μελιτηρός of neut nom/voc/acc sg …
6μελιτηροί — μελιτηρός of masc nom/voc pl …
7μελιτηροῦ — μελιτηρός of masc/neut gen sg …
8μελιτηρῷ — μελιτηρός of masc/neut dat sg …
9μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …