μελᾰν-είμων
1μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …
2ευείμων — εὐείμων, ον (Α) ωραία ντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειμων (< είμα «ένδυμα» < έννυμι «ενδύομαι»), πρβλ. κακο είμων, μελαν είμων] …
3φοινικείμων — και φοινικοείμων, εῑμον, Α αυτός που φορά ένδυμα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, μελαν είμων] …
4μονείμων — και μονοείμων, ον (Μ) αυτός που φορά ένα μόνο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονείμων* + φορῶ (< φόρος)].[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ειμων (< εἶμα «ένδυμα»), πρβλ. μελαν είμων] …
5πτεροείμων — ονος, ὁ, ἡ, Α ο φτερωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + είμων (< εἶμα «ένδυμα»), πρβλ. μελαν είμων] …