μελᾰνόχρως
1μελανόχρως — μελανόχρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α)·βλ.μελάγχρους …
2μελανόχρως — μελανόχρους adverbial μελανόχρως masc/fem nom sg …
3μελανοχρώτων — μελανόχρως masc/fem gen pl …
4μελανόχρωτα — μελανόχρως masc/fem acc sg …
5γαλακτόχρως — και γαλακόχρως, ο, η (Α) ο γαλακτόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα ( κτος) + χρως < χρώς «χρώμα» (πρβλ. υγρόχρως, μελανόχρως)] …
6μελάγχρους — και μελανόχρους ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους ουν, Α και μελάγχροος, οον και μελανόχροος και μελανίχροος, οον και μελάγχρως, ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, ον) μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ… …
7μελανόχρους — ουν (ΑM μελανόχρους, ουν, Α και μελανόχροος, οον και μελανόχρως, ὁ, ἡ) βλ. μελάγχρους …