μελάνδρυος
1μελάνδρυος — μελάνδρυος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα φύλλα, όπως η δρυς («πίτυος ἐκ μελανδρύου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, + ανος + δρυος (< δρῦς, δρυός)] …
2μελάνδρυος — dark as the oak masc/fem nom sg …
3μελάνδρυον — heart of oak neut nom/voc/acc sg μελάνδρυος dark as the oak masc/fem acc sg μελάνδρυος dark as the oak neut nom/voc/acc sg …
4μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …
5μελάνδρυον — μελάνδρυον, τὸ (ΑM) η εντεριώνη, η καρδιά τής δρυός αρχ. στον πληθ. τὰ μελάνδρυα τεμάχια, μερίδες αλίπαστου τόννου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού επιθέτου μελάνδρυος. Η σημ. τού πληθ. μελάνδρυα «τεμάχια αλίπαστου τόννου» είναι… …
6υπομελανδρυώδης — και, κατά τον Ησύχ., ὑπομαλανδρυώδης, ῶδες, Α αυτός που μοιάζει κάπως με το μελάνδρυον*, με την εντεριώνη τής δρυός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μελάνδρυος «αυτός που έχει μαύρα φύλλα όπως η δρυς» + κατάλ. ώδης (πρβλ. ὀγκ ώδης)] …
7μελανδρύου — μελάνδρυον heart of oak neut gen sg μελάνδρυος dark as the oak masc/fem/neut gen sg …
8μελάνδρυα — a large kind of tunny neut nom/voc/acc pl μελάνδρυον heart of oak neut nom/voc/acc pl μελάνδρυος dark as the oak neut nom/voc/acc pl …