μελλησμός
1μελλησμός — μελλησμός, ὁ (Α) [μέλλω] 1. αναβολή, καθυστέρηση, χρονοτριβή 2. (για ασθένεια) απειλή …
2μελλησμός — procrastination masc nom sg …
3μελλησμοί — μελλησμός procrastination masc nom/voc pl …
4μελλησμοῦ — μελλησμός procrastination masc gen sg …
5μελλησμούς — μελλησμός procrastination masc acc pl …
6μελλησμῶν — μελλησμός procrastination masc gen pl …
7μελλησμῷ — μελλησμός procrastination masc dat sg …
8μελλησμόν — μελλησμός procrastination masc acc sg …
9μέλλησμα — μέλλησμα, τὸ (Μ) [μέλλω] μελλησμός* …
10μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… …
- 1
- 2