μελιᾱδής
1μελιαδής — μελιαδής, ές (Α) βλ. μελιηδής …
2μελιαδής — μελιᾱδής , μελιηδής honey sweet masc/fem nom sg (doric) …
3μελιηδής — και δωρ. τ. μελιαδής και αιολ. τ. μελιάδης (Α) γλυκός ή ευχάριστος σαν το μέλι («ἔνθα φίλ ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι ἠδὲ κύπελλα οἴνου πινέμεναι μελιηδέος», Ομ. Ιλ.) 2. (για ποτά) ηδύποτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ηδής (< ἧδος < ἡδύς «ευχάριστος,… …