μελιχρός
1μελιχρός — honey sweetened masc nom sg …
2μελιχρός — ή, ό (Α μελιχρός, ά, όν, αρσ. και μελιχρός) 1. αυτός που έχει γλυκαθεί με μέλι («μέλιχρος οἶνος», Αλκ.) 2. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («αἱ μὲν ἔχοντι λεπτόν... λεπύριον, αἱ δὲ μελίχροι», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα ή τη… …
3μελιχρός — ή, ό 1. γλυκός σαν το μέλι. 2. μτφ., γλυκός, ήπιος, γαλήνιος: Κοίταξε το μελιχρό πρόσωπο της μητέρας του και αποκοιμήθηκε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μελιχρά — μελιχρός honey sweetened neut nom/voc/acc pl μελιχρά̱ , μελιχρός honey sweetened fem nom/voc/acc dual μελιχρά̱ , μελιχρός honey sweetened fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5μελιχρότερον — μελιχρός honey sweetened adverbial comp μελιχρός honey sweetened masc acc comp sg μελιχρός honey sweetened neut nom/voc/acc comp sg …
6μελιχρῶν — μελιχρός honey sweetened fem gen pl μελιχρός honey sweetened masc/neut gen pl …
7μελιχρόν — μελιχρός honey sweetened masc acc sg μελιχρός honey sweetened neut nom/voc/acc sg …
8μελιχρότατον — μελιχρός honey sweetened masc acc superl sg μελιχρός honey sweetened neut nom/voc/acc superl sg …
9μελιχραί — μελιχρός honey sweetened fem nom/voc pl …
10μελιχροτάταισιν — μελιχρός honey sweetened fem dat superl pl (epic ionic aeolic) …