μελικός
1μελικός — lyric masc nom sg …
2μελικός — ή, ό (Α μελικός, ή, όν) [μέλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέλος ή αυτός που συνοδεύεται ή εκτελείται με μέλος, ο λυρικός («μελικὴ ποίησις», Πλούτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο μελικός ο λυρικός ποιητής αρχ. φρ. «μελικὸν σχῆμα» η μορφή τών… …
3μελικός — ή, ό ο σχετικός με το μέλος, ο λυρικός: Μελική ποίηση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μελικά — μελικός lyric neut nom/voc/acc pl μελικά̱ , μελικός lyric fem nom/voc/acc dual μελικά̱ , μελικός lyric fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5μελικῶν — μελικός lyric fem gen pl μελικός lyric masc/neut gen pl …
6μελικόν — μελικός lyric masc acc sg μελικός lyric neut nom/voc/acc sg …
7μελικαί — μελικός lyric fem nom/voc pl …
8μελικοῖς — μελικός lyric masc/neut dat pl …
9μελικοῦ — μελικός lyric masc/neut gen sg …
10μελικῆς — μελικός lyric fem gen sg (attic epic ionic) …
- 1
- 2