μελικός

  • 11μελική — μελικός lyric fem nom/voc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12μελικήν — μελικός lyric fem acc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 13μελικῶς — μελικός lyric adverbial …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 14Мелика — (от греч. μελικός сопровождаемый пением, распеваемый <стих>) в отечественной классической филологии общее название лирической поэзии древних греков, предназначенной для распевания сольно (в этом случае филологи говорят о «монодической… …

    Википедия

  • 15mélico — ► adjetivo 1 MÚSICA Del canto. 2 POESÍA Se aplica a la poesía lírica griega. * * * mélico, a (del lat. «melĭcus», del gr. «melikós», musical relativo al canto) 1 adj. Del *canto. 2 De la poesía *lírica. * * * mélico, ca. (Del lat. melĭcus, y este …

    Enciclopedia Universal

  • 16Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …

    Dictionary of Greek

  • 17κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …

    Dictionary of Greek

  • 18μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …

    Dictionary of Greek

  • 19mélico — mélico, ca (Del lat. melĭcus, y este del gr. μελικός). 1. adj. Perteneciente o relativo al canto. 2. Perteneciente o relativo a la poesía lírica …

    Diccionario de la lengua española

  • 20ГЕВОРГ МЕГРИК — Севанци (Дразаркци) (1043/45, с. Аналюр, Васпуракан, Зап. Армения 1113/15, Дразарк, Киликийская Армения), арм. подвижник, духовный писатель. В первоисточниках характеризуется как «святой», «праведный», «чудoтворный», «сладкоречивый проповедник».… …

    Православная энциклопедия