μελικηρίς
1μελικηρίς — μελικηρίς, ή (ΑM) 1. (κατά τον Ευστάθ.) είδος αμπέλου 2. ιατρ. είδος μικρού εξανθήματος στο τριχωτό μέρος τού κεφαλιού, που μοιάζει με κηρήθρα, ή μικρού χελωνιού που εκκρίνει υγρό σαν μέλι 3. είδος πίτας ή γλυκίσματος που παρασκευάζεται με μέλι,… …
2μελικηρίς — cyst fem nom sg …
3μελικηρίδα — μελικηρίς cyst fem acc sg …
4μελικηρίδας — μελικηρίς cyst fem acc pl …
5μελικηρίδες — μελικηρίς cyst fem nom/voc pl …
6μελικηρίδι — μελικηρίς cyst fem dat sg …
7μελικηρίδος — μελικηρίς cyst fem gen sg …
8μελικηρίδων — μελικηρίς cyst fem gen pl …
9μελικηρίσι — μελικηρίς cyst fem dat pl …
10μελικηρίσιν — μελικηρίς cyst fem dat pl …
Страницы
- 1
- 2