μελησίας

  • 1Μελησίας — Μελησίᾱς , Μελησίης masc acc pl Μελησίᾱς , Μελησίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2МЕЛЕСИЙ —    • Melesĭas,          Μελησίας,        1. победитель в священных играх и учитель гимнастики в Эгине, воспетый Пиндаром (ol. 8, 71, пет. 4, 15);        2. отец государственного деятеля Фукидида, противник Перикла;        3. сын того же Фукидида …

    Реальный словарь классических древностей

  • 3συσσιτώ — συσσιτῶ, έω, ΝΑ [σύσσιτος] τρώγω μαζί με άλλους, συντρώγω (α. «οὔτε γὰρ συσσιτήσας τούτῳ οὐδεὶς φανήσεται οὐδὲ σύσκηνος γενόμενος», Αριστοφ. β. «συσσιτοῡμεν... ἐγώ τε καὶ Μελησίας», Πλάτ.) …

    Dictionary of Greek