μεληδών
1μεληδών — μεληδών, όνος, ἡ (Α) βλ. μελεδών …
2μεληδών — fem nom/voc sg …
3μεληδόνα — μεληδών fem acc sg …
4μεληδόνας — μεληδών fem acc pl …
5μεληδόνες — μεληδών fem nom/voc pl …
6μεληδόνι — μεληδών fem dat sg …
7μεληδόνος — μεληδών fem gen sg …
8μεληδόσι — μεληδών fem dat pl …
9μεληδόσιν — μεληδών fem dat pl …
10μελεδών — και μεληδών, ῶνος και μελεδώνη, ἡ (Α) 1. μελέτη 2. μέριμνα, φροντίδα («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.) 3. στον πληθ. αἱ μελεδῶνες και μελεδῶναι λύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ ἁδινὸν κῆρ ὀξεῑαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν»,… …
Страницы
- 1
- 2