μελετηρός
1μελετηρός — practising diligently masc nom sg …
2μελετηρός — ή, ό (Α μελετηρός, ά, όν) [μελέτη] νεοελλ. αυτός που είναι αφοσιωμένος στη μελέτη, στη σπουδή ενός θέματος, αυτός που αγαπά τη μελέτη, φιλομαθής, επιμελής («θα προοδεύσει, γιατί είναι μελετηρός») αρχ. 1. αυτός που ασκείται σε κάτι με προθυμία και …
3μελετηρός — ή, ό αυτός που αγαπά τη μελέτη, που αφοσιώνεται στη μελέτη: Είναι μελετηρός μαθητής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μελετηρότερον — μελετηρός practising diligently adverbial comp μελετηρός practising diligently masc acc comp sg μελετηρός practising diligently neut nom/voc/acc comp sg …
5μελετηρότατον — μελετηρός practising diligently masc acc superl sg μελετηρός practising diligently neut nom/voc/acc superl sg …
6μελετηρότατος — μελετηρός practising diligently masc nom superl sg …
7-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …
8μελετηρότητα — η [μελετηρός] η ιδιότητα τού μελετηρού, το να δείχνει κάποιος πολλή αγάπη για το διάβασμα, φιλομάθεια, επιμέλεια («την επιτυχία του στο σχολείο τήν οφείλει στη μελετηρότητα που τόν διακρίνει») …
9μελετητικός — ή, ό (ΑM μελετητικός, ή όν) [μελετώ] μελετηρός αρχ. 1. (γενικά) αυτός που μπορεί να μελετά, που μπορεί να ασκείται σε κάτι με προθυμία και επιμέλεια 2. (ειδικά) αυτός που είναι επιτήδειος στη ρητορική άσκηση 3. αυτός ο οποίος θρηνεί και θορυβεί… …
10σπασίκλας — ο, θηλ. σπασίκλα, Ν (για μαθητή) υπερβολικά μελετηρός, απορροφημένος αποκλειστικά από το διάβασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπασ τού ρ. σπάω + μεγεθυντική κατάλ. ικλας / ικλα (πρβλ. τις διαλ. λ. ανοστίκλα [< άνοστος], αγανίκλα [< αγανός] κ.λπ.)] …
- 1
- 2