μελανοσυρμαῖος
1μελανοσυρμαίος — μελανοσυρμαῑος ον (Α) (κωμικό επίθετο τού Αριστοφ. για τους Αιγυπτίους) (με διπλή σημασία) αυτός που φορά μαύρη εσθήτα η οποία σέρνεται στο έδαφος και αυτός που πίνει συχνά συρμαία, δηλ. καθάρσιο από ένα είδος μαύρου ραπανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας …
2μελανοσυρμαῖον — μελανοσυρμαῖος with black trains to their robes masc/fem acc sg μελανοσυρμαῖος with black trains to their robes neut nom/voc/acc sg …
3μελανοσυρμαίῳ — μελανοσυρμαῖος with black trains to their robes masc/fem/neut dat sg …
4μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …