μελί-κρᾱς

  • 1μελικράς — μελικράς, ᾱτος και μελίκρας, ατος, ὁ (Α) αυτός που είναι αναμεμιγμένος με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κρας, ατος (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι, πρβλ. κρᾶσις), πρβλ. ευ κράς, νεο κράς] …

    Dictionary of Greek

  • 2χαλκόκρας — ατος, και χαλκοκράς, ᾱτος, ὁ, ἡ, Α 1. αναμεμιγμένος με χαλκό 2. χαλκοκορυστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κρας (< θ. κρα τού κεράννυμι* «αναμιγνύω»), πρβλ. μελί κρας / μελι κράς] …

    Dictionary of Greek

  • 3μελισσοκράς — ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γλυκεῑα δέλτος, ἢ μέλιτι κεκραμένη», δηλ. η δέλτος, το ξύλινο πλαίσιο το οποίο περικλείει την κηρήθρα που περιέχει μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθέτου *μελισσοκράς (< μέλισσα + κρας… …

    Dictionary of Greek