μελί-γλωσσος

  • 1μελιχρόγλωσσος — μελιχρόγλωσσος, ον (Μ) αυτός που έχει μελιχρή γλώσσα, αυτός που μιλά γλυκά, γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελιχρός + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. μελί γλωσσος] …

    Dictionary of Greek

  • 2μελίγλωσσος — μελίγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γλῶσσα (πρβλ. βαρβαρό γλωσσος, χρυσό γλωσσος)] …

    Dictionary of Greek