μελίσσειος
1μελίσσειος — μελίσσειος, εία, ον, ουδ. και μελίσσιον (ΑM, Μ και μελίσσι[ο]ν) το ουδ. ως ουσ. τὸ μελίσσ(ε)ιον 1. σμήνος μελισσών 2. κυψέλη μελισσών αρχ. αυτός που παρασκευάζεται από τις μέλισσες («οἱ δὲ ἀπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῡ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσείου… …
2μελίσσειον — μελίσσειος honey masc acc sg μελίσσειος honey neut nom/voc/acc sg …
3μελισσείοις — μελίσσειος honey masc/neut dat pl …
4μελισσείου — μελίσσειος honey masc/neut gen sg …
5μελιττείων — μελισσείων , μελίσσειος honey fem gen pl μελισσείων , μελίσσειος honey masc/neut gen pl …
6μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …
7μελίττεια — μελίσσεια , μελίσσειος honey neut nom/voc/acc pl …