μελίρροθος
1μελίρροθος — μελίρροθος, ον (Α) αυτός που ηχεί γλυκά, γλυκόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥόθος «ήχος» (πρβλ. πολύ ρροθος, ταχύ ρροθος)] …
2μελιρρόθων — μελίρροθος sweet sounding masc/fem/neut gen pl …
3μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …