μελέτη
1Μελέτη — care fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2μελέτη — care fem nom/voc sg (attic epic ionic) μελετάω take thought pres imperat act 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μελετάω take thought imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
3Μελέτῃ — Μελέτη care fem dat sg (attic epic ionic) …
4μελέτῃ — μελέτη care fem dat sg (attic epic ionic) …
5μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… …
6μελέτη — η 1. συστηματικό διάβασμα και έρευνα για μάθηση διάφορων πραγμάτων: Για να πετύχεις στις εξετάσεις χρειάζεται πολλή μελέτη. 2. μεθοδική ανάλυση και έκθεση κάποιου θέματος, γραπτή εργασία, πραγματεία: Έγραψε μια μελέτη για το Βυζάντιο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7μελετῇ — μελετάω take thought pres subj mp 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres ind mp 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres subj act 3rd sg (doric) μελετάω take thought pres ind act 3rd sg (doric) μελετάω take thought pres subj mp 2nd sg (epic… …
8Μελέτη τὸ πᾶν. — См. Навык мастера ставит …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
9Μελέτη πάντα δύναται. — См. Терпенье и труд все перетрут …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
10δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… …