μελέτη

  • 11γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 12μικροοικονομική — Μελέτη των οικονομικών φαινομένων στο επίπεδο της οικονομικής μονάδας (καταναλωτής, επιχείρηση). Τα διαχωριστικά όρια με την μακροοικονομική (βλ. λ.) είναι σχετικά δυσδιάκριτα. Ωστόσο σε γενικές γραμμές μπορεί να ειπωθεί ότι η μ. εστιάζει στις… …

    Dictionary of Greek

  • 13μακροοικονομική — Μελέτη των οικονομικών συστημάτων που προκύπτουν από τη λειτουργία των οικονομικών μονάδων. Η μελέτη των οικονομικών μονάδων αποτελεί αντικείμενο της μικροοικονομικής (βλ. λ.). Με άλλα λόγια, η μ. (ή μακροοικονομική ανάλυση), παραμερίζοντας τα… …

    Dictionary of Greek

  • 14παιδαγωγική — Μελέτη του προβλήματος της εκπαίδευσης και επιστήμη της αγωγής. Από εμπειρική και στοιχειώδη σκέψη, κλεισμένη στις διαστάσεις της φυσικής εκπαίδευσης και οπωσδήποτε συνδεδεμένη με την έννοια και με την πράξη της διδασκαλίας ως τέχνης, η π.… …

    Dictionary of Greek

  • 15μελέται — μελέτη care fem nom/voc pl μελέτᾱͅ , μελέτη care fem dat sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 16Μελέτηι — Μελέτῃ , Μελέτη care fem dat sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 17μελέτηι — μελέτῃ , μελέτη care fem dat sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 18συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …

    Dictionary of Greek

  • 19κλινική δοκιμασία — Μελέτη ομάδας ασθενών, η οποία παρακολουθείται με προσοχή, προκειμένου να αξιολογηθούν η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια μιας θεραπείας …

    Dictionary of Greek

  • 20Μελετᾶν — Μελέτη care fem gen pl (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)