μελέτημα
1μελέτημα — practice neut nom/voc/acc sg …
2μελέτημα — το (ΑM μελέτημα) [μελετώ] νεοελλ. 1. το προϊόν τής μελέτης, τής σπουδής, η πραγματεία, η διατριβή («ιστορικά μελετήματα») 2. το να αναφέρει κανείς κάποιον ή κάτι με το όνομά του, η αναφορά, η μνεία κάποιου («και το μελέτημά του, απλώς, μέ… …
3μελέτημα — το, ατος 1. μελέτη, πραγματεία, διατριβή: Τα μελετήματά του είναι ανεκτίμητης αξίας. 2. το διάβασμα, η μελέτη: Θέλει μελέτημα αυτή η απόφαση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μελετημάτων — μελέτημα practice neut gen pl …
5μελετήμασι — μελέτημα practice neut dat pl …
6μελετήματα — μελέτημα practice neut nom/voc/acc pl …
7μελετήματος — μελέτημα practice neut gen sg …
8VENATIO — Polluci, l. 5. ἐπιτήδευμα ἡρωικὸν καὶ βασιλικὸν καὶ πρὸς εὐσωματίαν ἅμα καὶ εὐψυχίαν ἀοκεῖ, καί ἐςτιν εἰρηνικῆς τε καρτερίας ἅμα καὶ πολεμικῆς τόλμης μελέτημα πρὸς ἀνδρείαν φέρον: Xenophonti, Cyrop. l. 1. Α᾿ληθεςτάτη τῶ πρὸς τὸν πόλεμον μελέτη,… …
9Βεργίτσης — Επώνυμο Ελλήνων λογίων του 16ου αι., που κατάγονταν από την Κρήτη. 1. Άγγελος. Νέος ακόμα εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου ασκούσε το επάγγελμα του αντιγραφέα ελληνικών χειρογράφων. Το 1535 πήγε στο Παρίσι, όπου άσκησε το επάγγελμά του στην αυλή… …
10Βερδελής, Νικόλαος — (1908 – 1966).Αρχαιολόγος. Διετέλεσε επιμελητής (1942) και έφορος αρχαιοτήτων (1950). Πραγματοποίησε ανασκαφικές έρευνες στα Φάρσαλα και στον Πτελεό της Θεσσαλίας, στη Δίολκο της Κορίνθου, στη Σολύγεια της Κορινθίας, καθώς επίσης στις Μυκήνες και …
- 1
- 2